- χορδαψός
- χορδαψόςa disease in the great gutsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορδαψός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ιατρ. χορδαψία μσν. αρχ. νόσος τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + αψός (< ἅψος «κλείδωση, άρθρωση» < ἅπτω, με παρετυμολ. επίδραση τού ὄψις), πρβλ. λυκ αψός] … Dictionary of Greek
χορδαψοῦ — χορδαψός a disease in the great guts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδαψούς — χορδαψός a disease in the great guts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδαψῷ — χορδαψός a disease in the great guts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδαψόν — χορδαψός a disease in the great guts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
χορδαψία — η, Ν [χορδαψός] (παλ. όρος) ιατρ. ινώδεις συμφύσεις που σχηματίζονται γύρω από το έντερο και οφείλονται σε φλεγμονή … Dictionary of Greek